μεγαλόκωλος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκωλος Medium diacritics: μεγαλόκωλος Low diacritics: μεγαλόκωλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: megalókōlos Transliteration B: megalokōlos Transliteration C: megalokolos Beta Code: megalo/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A large-limbed, of a locust, Dsc.2.52.

German (Pape)

[Seite 106] mit großen Gliedern, auch von einem Satze.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, μέλη τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., ἀκρίς... μεγαλόκωλος Διοσκ. 2, 57.

Greek Monolingual

μεγαλόκωλος, -ον (Α)
(για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό-κωλος].