μειράκιο
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
το (ΑM μειράκιον) μείραξ
αυτός που έχει ηλικία από δεκατεσσάρων έως εικοσιενός ετών, νέος, έφηβος, παλικαράκι
νεοελλ.
μτφ. ανώριμος πνευματικά, επιπόλαιος, ανόητος, παιδαρέλι
μσν.
1. βρέφος, νήπιο
2. μτφ. (για έθνος ή λαό) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και χωρίς δυνάμεις
αρχ.
(ειρωνικά) ενήλικος που παιδιαρίζει.