Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ο μέλι1. παραγωγός ή έμπορος μελιού2. (βοτ.1 κοινή ονομασία παράσιτων φυτών.