μελάς

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ο μέλι
1. παραγωγός ή έμπορος μελιού
2. (βοτ.1 κοινή ονομασία παράσιτων φυτών.