οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ο μέλι1. παραγωγός ή έμπορος μελιού2. (βοτ.1 κοινή ονομασία παράσιτων φυτών.