Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
η μελανός
1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα
2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά
3. το μελανό χρώμα του δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια.