μονοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκέφᾰλος Medium diacritics: μονοκέφαλος Low diacritics: μονοκέφαλος Capitals: ΜΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monoképhalos Transliteration B: monokephalos Transliteration C: monokefalos Beta Code: monoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A one-headed, σκόρδον Dsc.2.152; σφῦρα Hsch. s.v. ῥαιστήρ.

German (Pape)

[Seite 203] einköpfig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκέφᾰλος: -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- -κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυ-κέφαλος)].