νεοβρώς
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ,
A having just eaten, Hp.Acut.19.
German (Pape)
[Seite 241] ῶτος, eben erst gegessen habend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
νεοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ πρὸ ὀλίγου φαγών, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386.
Greek Monolingual
νεοβρώς, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει φάγει πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -βρώς (< βιβρώσκω), πρβλ. ημι-βρώς, ωμο-βρώς].