νεοβρώς
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, having just eaten, Hp.Acut.19.
German (Pape)
[Seite 241] ῶτος, eben erst gegessen habend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
νεοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ πρὸ ὀλίγου φαγών, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386.
Greek Monolingual
νεοβρώς, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει φάγει πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -βρώς (< βιβρώσκω), πρβλ. ημιβρώς, ωμοβρώς].