νηπιοπρεπής

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek (Liddell-Scott)

νηπιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.

Greek Monolingual

νηπιοπρεπής, -ές (ΑΜ)
αυτός που αρμόζει σε νήπια
αρχ.
κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας.
επίρρ...
νηπιοπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο, νηπιακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].