ξενήκουστος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενήκουστος Medium diacritics: ξενήκουστος Low diacritics: ξενήκουστος Capitals: ΞΕΝΗΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: xenḗkoustos Transliteration B: xenēkoustos Transliteration C: ksenikoustos Beta Code: cenh/koustos

English (LSJ)

ον,

   A foreign, of words, Hdn.Epim.3.

Greek (Liddell-Scott)

ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.

Greek Monolingual

ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].