μυστικιστικός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυστικισμό ή στους μυστικιστές, αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό.
επίρρ...
μυστικιστικά
με μυστικιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].