μυστικιστικός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυστικισμό ή στους μυστικιστές, αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό.
επίρρ...
μυστικιστικά
με μυστικιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].