μυσταγωγικός
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek (Liddell-Scott)
μυστᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύησιν, Κύριλλ. Ἱερ. 227.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α μυσταγωγικός, -ή, -όν) μυσταγωγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγία
νεοελλ.
φρ. «μυσταγωγική θεολογία» — μορφή της λειτουργικής η οποία εξετάζει τη λειτουργία και γενικά τις τελετές όχι κατά την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά από μυστική άποψη.