μυρμηγκιάζω
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
και μερμηγκιάζω μυρμήγκι
1. γεμίζω από μυρμήγκια
2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.)
3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα.
4. μουδιάζω.