Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
ναρκιῶ, -άω (ΑΜ)
είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαι
αρχ.
είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκ-ιώ)].