ναρκιώ

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ναρκιῶ, -άω (ΑΜ)
είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαι
αρχ.
είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκιώ)].