νανούδιον
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
νανούδιον: τό, = νανίον, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ. 271.
νανούδιον, τὸ (Α) νάνος
μικρός σκύλος, σκυλάκι.