νευρότμητος
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Greek Monolingual
νευρότμητος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κομμένους τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμό-τμητος, μοριό-τμητος].