νευρότμητος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
Greek Monolingual
νευρότμητος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κομμένους τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμότμητος, μοριότμητος].