κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
το
ενοίκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοίκιον, ουδ. του επιθ. ἐνοίκιος, με σίγηση του αρκτικού -ε-].