νοσογράφος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο, η
επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη νοσογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].