ντόμινο

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το
1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί
2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες
3. (κατ' επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα
4. είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού που παίζεται από δύο ή τέσσερεις παίκτες με 28 μικρά ορθογώνια πλακίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. domino < λατ. domino, δοτ. του dominus «κύριος». Το παιχνίδι ντόμινο ονομάστηκε έτσι επειδή ο νικητής αναφωνούσε τη λ. domino σε ένδειξη πανηγυρισμού].