ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
νυκτῆμαρ (Α)επίρρ. μέρα και νύκτα, νυχθημερόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἦμαρ.