πανεπιστημιακός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πανεπιστήμιο ή στους καθηγητές και στους φοιτητές («πανεπιστημιακές παραδόσεις»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος του διδακτικού προσωπικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος
3. φρ. «πανεπιστημιακή φάλαγξ» — παραστρατιωτικό επαναστατικό σώμα από φοιτητές και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο συγκρότησε η σύγκλητος του πανεπιστημίου για την τήρηση της τάξης και τη διαφύλαξη της επανάστασης, μετά την έξωση του Όθωνος στις 12 Οκτωβρίου 1862, αλλ. φοιτητική φάλαγξ.
επίρρ...
πανεπιστημιακώς
με τρόπο που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στο πανεπιστήμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανεπιστήμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].