οφειλή

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀφειλή)
1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος
2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ)
νεοελλ.
(νομ.) η υποχρέωση για παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω.