ποσότητα

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source

Greek Monolingual

η / ποσότης, -ητος, ΝΜΑ ποσός
1. οτιδήποτε μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αυξομείωση (α. «ποσότητα χρημάτων» β. «εισαγωγή ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες»)
2. ο χρόνος διάρκειας τών φθόγγων, η ιδιότητα των συλλαβών να είναι μακρόχρονες ή βραχύχρονες
νεοελλ.
φρ. α) «ποσότητα ηλεκτρισμού» — παλαιότερη ονομασία του ηλεκτρικού φορτίου
β) «ποσότητα θερμότητας»
φυσ. η θερμική ενέργεια που περιέχεται σε ένα υλικό σύστημα
γ) «ποσότητα κίνησης σώματος»
(μηχαν.) άλλη ονομασία της ορμής
δ) «ποσότητα φωτός»
φυσ. το γινόμενο της φωτεινής έντασης μιας πηγής επί τον χρόνο εκπομπής της πηγής
αρχ.
αριθμός, πλήθος.