πορνοβοσκεῖον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό,
A brothel, Sch.Ar.V.1344.
German (Pape)
[Seite 684] τό, Hurenhaus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοβοσκεῖον: τό, πορνεῖον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1344.
Greek Monolingual
τὸ, Α πορνοβοσκός
πορνείο, χαμαιτυπείο.