νυχτώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source

Greek Monolingual

και νυκτώνωνυκτώνω) νύχτα
1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνω κάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι)