νυχτώνω

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

και νυκτώνωνυκτώνω) νύχτα
1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνω κάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι)