ξεκουτιαίνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

και ξεκουτιάζω
1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω
2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη»)
3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + κουτιαίνω (< κοντός)].