πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
και ξενοκοιμούμαι1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης.