ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
ξῠλομάκερ: -ερος, τό, ἄρωμά τι, Ἀλέξ. Τράλλ. 8. 401, τὰ διὰ τοῦ ξυλομάκερος καταπότια Θεοφάν. Νόνν. τ. 2, σ. 36.
ξυλομάκερ, -ερος, τὸ (ΑΜ)
το μοσχοκάρυδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μάκερ / μάκιρ «είδος φυτού»].