ὀδονταλγία
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ἡ,
A toothache, Id.3.19 (pl.), Poll.2.96, Gal.10.82, al.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, das Zahnweh, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδονταλγία: ἡ, ὀδοντόπονος, Πολυδ. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
Greek Monolingual
η (Α ὀδονταλγία) οδονταλγώ
πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.