ξυστήρας
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
ο (Α ξυστήρ, -ῆρος)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο, ρίνη, λίμα, ή για το ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα
αρχ.
1. είδος χειρουργικού μαχαιριού
2. στιλβωτικό εργαλείο
3. εργαλείο της γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο
4. μέρος του εξωτερικού αφτιού
5. είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- του ξύω (πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλωστήρ)].