οδοντώνω
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀδοντῶ, -όω) οδούς
καθιστώ ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο οδοντωτό
νεοελλ.
ενώνω δύο ξύλινα ή μεταλλικά τεμάχια με προσαρμογή τών προεξοχών του ενός στις εσοχές του άλλου με ήλωση ή με συγκόλληση.