οδοντώνω
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀδοντῶ, -όω) οδούς
καθιστώ ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο οδοντωτό
νεοελλ.
ενώνω δύο ξύλινα ή μεταλλικά τεμάχια με προσαρμογή τών προεξοχών του ενός στις εσοχές του άλλου με ήλωση ή με συγκόλληση.