ὀζεία

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, erkl. Hesych. θεραπεία, verwandt mit ἄοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζεία: ἡ, = θεραπεία, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ ἄοζος, ἀοζέω).

Greek Monolingual

ὀζεία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θεραπεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (II) «κλάδος, βλαστός, γόνος, σύντροφος, θεράπων»].