οικοδόμημα

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το (Α οἰκοδόμημα) οικοδομώ
οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα του κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε»).