οικοδόμημα
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α οἰκοδόμημα) οικοδομώ
οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα του κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε»).