Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οκνός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που κινείται με αργές κινήσεις, βραδυκίνητος
2. φυγόπονος, τεμπέλης
3. γεμάτος αμφιβολίες, διστακτικός
4. μτφ. εξασθενημένος («χαμένη αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει», Σολωμ.).
επίρρ...
οκνά
με νωθρότητα, με τεμπελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀκνῶ ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ὄκνος (I), πρβλ. ὠχρός: ὦχρος.