ὀλολύκτρια
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ἡ,
A professional crier at sacrifices, SIG982.25 (Pergam., ii B. C.).
Greek Monolingual
ὀλολύκτρια, ἡ (Α) ολολύζω
γυναίκα που ήταν κατ' επάγγελμα κήρυκας στις θυσίες.