φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ὁμοιόπυκνος, -ον (Α)αυτός που έχει την ίδια πυκνότητα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + πυκνός.