ορθογώνιος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀρθογώνιος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή
β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές είναι ανά δύο κάθετες μεταξύ τους)
2. το ουδ. ως ουσ. το ορθογώνιο(ν)
τετράπλευρο του οποίου οι τέσσερεις γωνίες είναι ορθές.
επίρρ...
ορθογωνίως και -α (Α ὀρθογωνίως)
κατά τρόπο ορθογώνιο, κατά ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -γώνιος (< γωνία), πρβλ. οξυ-γώνιος].