Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρνιθοσκόπος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθοσκόπος Medium diacritics: ὀρνιθοσκόπος Low diacritics: ορνιθοσκόπος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ornithoskópos Transliteration B: ornithoskopos Transliteration C: ornithoskopos Beta Code: o)rniqosko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A observing and predicting by the flight and cries of birds, Lat. augur, auspex, Thphr.Char.16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc. ; θᾶκος ὀ. an augur's seat, S.Ant.999.

German (Pape)

[Seite 383] wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - θᾶκος ὀρν., ἕδρα τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à prendre les auspices.
Étymologie: ὄρνις, σκοπέω.

Greek Monolingual

ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].