ούλο

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

το (ΑΜ οὖλον)
συν. στον πληθ. τα ούλα
ροδόχρους και παχύς βλεννογόνος με ινώδη στοιχεία στερεά προσκολλημένος στις φατνιακές αποφύσεις τών γνάθων και στην οστέϊνη ουσία τών δοντιών
αρχ.
στον πληθ. πρήξιμο στα ούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. οὖλον (πιθ. < Fολσον ή Fολνον) συνδέεται με το ρ. εἰλῶ (Ι) «πιέζω», λόγω της συμπαγούς μορφής τών ούλων, ή με το εἰλῶ (II) «καλύπτω, προστατεύω, στρέφω, περιτυλίσσω», λόγω του ότι τα ούλα καλύπτουν και προστατεύουν τα δόντια, δεν θεωρείται πιθανή (βλ. λ. είλω)].