βλεννογόνος

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που εκκρίνει βλέννα («βλεννογόνοι αδένες»)
2. το αρσ. ως ουσ.. βλεννογόνος, ο
επιθηλιακή μεμβράνη που αποτελεί συνέχεια του δέρματος στο επίπεδο των φυσικών στομίων του σώματος, η οποία επενδύει το εσωτερικό των κοιλοτήτων του.