ὀψαρτυσία
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ἡ,
A art of cookery, cookery-book, Pl.Com.173.4, Alex. 135.9; things cooked, like Fr. cuisine, ἀστυκὴ ὀ. Longus 4.16.
German (Pape)
[Seite 432] ἡ, feinere Speisenzubereitung, Kochkunst; Plat. com. bei Ath. I, 5; Long. 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψαρτῡσία: ἡ, ἡ μαγειρικὴ τέχνη, βιβλίον μαγειρικῆς, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 4, Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 9.
Greek Monolingual
ὀψαρτυσία, ἡ (ΑΜ) οψαρτυτής
η τεχνική παρασκευής του φαγητού, η μαγειρική τέχνη.