παλίμφημος
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
Dor. πᾰλίμ-φᾱμος, ον,
A back-speaking, recanting, π. ἀοιδά, = παλινῳδία, a song of recantation, reproaching the male sex instead of the female, E.Ion 1096 (lyr.), cf. Med.415 sq. II = κακόφημος, δύσφημος, λαβροσύναι Tryph.423, cf. Hsch.; π. εὐχαί Ph.2.301; ὄναρ ib.55.
German (Pape)
[Seite 449] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie δύσφημος, βλάσφημος, VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω δυσκέλαδος, Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμφημος: Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, ἔξαρνος τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = παλινῳδία, Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = κακόφημος, δύσφημος, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.
Greek Monolingual
παλίμφημος, -ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, -ον)
1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» — η παλινωδία, Ευρ.)
2. κακόφημος, δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].