παλλικάριον
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
τό (for παλληκ-, cf. παλλήκιον, πάλληξ),
A page, POxy. 1863.4.
Greek Monolingual
παλλικάριον, τὸ (Μ)
βλ. παλληκάρι.