παλιοτόμαρο
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
το
(υβριστικά) αισχρός και τιποτένιος άνθρωπος, παλιόκορμο, παλιόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + τομάρι].