παννέφελος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παννέφελος Medium diacritics: παννέφελος Low diacritics: παννέφελος Capitals: ΠΑΝΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: pannéphelos Transliteration B: pannephelos Transliteration C: pannefelos Beta Code: panne/felos

English (LSJ)

ον,

   A all-cloudy, Orph.H.19.4.

German (Pape)

[Seite 460] ganz wolkig, Orph. H. 18, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παννέφελος: oν, ὅλος κατακεκαλυμμένος ὑπὸ νεφελῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύ-νέφελος].